προσλογιζόμενον

προσλογιζόμενον
προσλογίζομαι
reckon
pres part mp masc acc sg
προσλογίζομαι
reckon
pres part mp neut nom/voc/acc sg
προσλογίζομαι
reckon
pres part mp masc acc sg
προσλογίζομαι
reckon
pres part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσλογίζομαι — Α [λογίζομαι] 1. υπολογίζω, λογαριάζω επί πλέον 2. (σχετικά με χρηματικό ποσό) συναριθμώ («καὶ οὐ προσλογιζόμενα ὅσα αὐτὸς ἐν Κύπρῳ ἔσχε... [ενν. τάλαντα]», Λυσ.) 3. παίρνω υπ όψιν μου και κάτι ακόμη 4. καταλογίζω κάτι ακόμη («καὶ μὴ τῷ πλέον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”